κατηφής — with downcast eyes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφής — ές (AM κατηφής, ές) κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ. β. «κατηφὲς ὄμμ ἔχεις;», Ευρ.) αρχ. 1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί… … Dictionary of Greek
κατηφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σκυθρωπός, που βλέπει προς τα κάτω, κατσούφης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηφῆ — κατηφής with downcast eyes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατηφής with downcast eyes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κατηφής with downcast eyes masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφέστερον — κατηφής with downcast eyes adverbial comp κατηφής with downcast eyes masc acc comp sg κατηφής with downcast eyes neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφεστέραις — κατηφής with downcast eyes fem dat comp pl κατηφεστέρᾱͅς , κατηφής with downcast eyes fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφεστέρων — κατηφής with downcast eyes fem gen comp pl κατηφής with downcast eyes masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφέα — κατηφής with downcast eyes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κατηφής with downcast eyes masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφές — κατηφής with downcast eyes masc/fem voc sg κατηφής with downcast eyes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφέστατον — κατηφής with downcast eyes masc acc superl sg κατηφής with downcast eyes neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)